πειρατῶν

πειρατῶν
πειρᾱτῶν , πειρατής
brigand
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πειρατών Ακτή — Περιοχή του Ομάν, στην Αραβική χερσόνησο. Έχει έκταση 15.000 τ. χλμ. Όταν το 1853 οι αρχηγοί των πειρατών και οι Άγγλοι συμφώνησαν να σταματήσουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες, η περιοχή αυτή διαιρέθηκε σε 7 επικράτειες, που παρέμειναν αρχικά στην …   Dictionary of Greek

  • πειράτων — πείρω pierce aor imperat act 3rd dual πεῑράτων , πεῖραρ end neut gen pl πειρά̱των , πειράω attempt pres imperat act 3rd pl πειρά̱των , πειράω attempt pres imperat act 3rd dual πειρά̱των , πειράω attempt pres imperat act 3rd dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή των Πειρατών — Παράκτια περιοχή του Περσικού κόλπου μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ στα Δ και της χερσονήσου Μουσάνταμ (ακρωτήριο Ομάν) στα Α, η οποία αντιστοιχεί στην ακτή των Hνωμένων Αραβικών Εμιράτων …   Dictionary of Greek

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… …   Dictionary of Greek

  • Пиратская партия — Пиратские партии  политические партии, целью которых является реформа законодательства в области интеллектуальной собственности, патентов, копирайта. Они выступают за свободный некоммерческий обмен информацией и недопустимость его… …   Википедия

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Αντίπαρος — Νησί (38 τ. χλμ., 1.037 κάτ.) των Κυκλάδων στα δυτικά της Πάρου, από την οποία χωρίζεται με το Στενό της Α. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Άγιος Ηλίας (308 μ.). Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός, γνωστός και ως Kάστρο. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”